- απόκινος
- ἀπόκινος, ο (Α)είδος άσεμνου χορού.[ΕΤΥΜΟΛ. < απο-κινώ, με υποχωρητικό σχηματισμό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπόκινος — ἀπόκῑνος , ἀπόκινος comic dance masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακτρισμός — μακτρισμός, ὁ (Α) είδος αρχαίου ασελγούς χορού, απόκινος* («τὴν δ ἀπόκινον καλουμένην ὄρχησιν... ὕστερον μακτρισμὸν ὠνόμασαν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ τού μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» με επίδραση τών μακτήρ, μάκτρα, μέσω ενός αμάρτυρου *μακτρίζω… … Dictionary of Greek
ἀπόκινον — ἀπόκῑνον , ἀπόκινος comic dance masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)